- Αλιεύς ή Αλιέας
- Μυθικός ήρωας των Φοινίκων, ο οποίος κατά την παράδοση επινόησε την αλιευτική τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλιέας — ἁλιέᾱς , ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 … Dictionary of Greek